- θεατρισμός
- ο (AM θεατρισμός) [θεατρίζομαι]νεοελλ.1. η παρακολούθηση θεατρικών παραστάσεων, η συχνή φοίτηση στο θέατρο2. δημόσια γελοιοποίηση, εμπαιγμόςμσν.-αρχ.θεατρική επίδειξη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεατρισμός — theatrical exhibition masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεατρισμός — ο 1. δημόσια γελοιοποίηση, δημόσιος εμπαιγμός, διαπόμπευση. 2. θεατρινισμός (βλ. λ.). 3. παρακολούθηση θεατρικής παράστασης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεατρισμῶν — θεατρισμός theatrical exhibition masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεατρισμόν — θεατρισμός theatrical exhibition masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)